Νήρειος
English (LSJ)
α, ον, Adj.
A of Nereus, Νήρεια τέκνα, i.e. fishes, Euphro 8.2; cf. νηρός.
2 Νήρειον, τό, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73:—also Νηρειάδιον, ibid.
α, ον, Adj.
A of Nereus, Νήρεια τέκνα, i.e. fishes, Euphro 8.2; cf. νηρός.
2 Νήρειον, τό, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73:—also Νηρειάδιον, ibid.