καταλεαίνω

Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A fut. -λεᾰνῶ LXX Da.7.23:—grind down, Plu.2.802b:—Pass., -ομένη τροφή Anon.Lond.24.23.
II smooth down, placate, Just.Nov.129Praef.

German (Pape)

[Seite 1359] ganz glatt machen, abreiben, zerreiben, Clem. Al. u. a. Sp., auch übertr., alle Schwierigkeiten entfernen.

French (Bailly abrégé)

ao. κατελέανα;
rendre tout à fait poli, lisse, brillant.
Étymologie: κατά, λεαίνω.

Russian (Dvoretsky)

καταλεαίνω: (aor. κατελέανα) сглаживать, счищать (ὄζους ἐν ξύλῳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταλεαίνω: κατατρίβω, καταλεπτύνω, ποιῶ τι λεῖον, καὶ μεταφορ., καταπραΰνω, Κλήμ. Ἀλ. 179, Κύριλλ.

Greek Monolingual

καταλεαίνω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ λείο, καταλεπταίνω
2. καταπραΰνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λε(ι)αίνω (< λεῖος)].