νωχελία

Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ep. νωχελίη, ἡ, laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65:—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.

Russian (Dvoretsky)

νωχελία: ион. νωχελίηвялость, лень (βραδυτὴς καὶ ν. Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.

Greek Monotonic

νωχελία: ἡ, Επικ. -ίη, τεμπελιά, οκνηρία, νωθρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νωχελία, επιξ -ίη, ἡ, [from νωχελής
laziness, sluggishness, Il.