χαλάζιον
English (LSJ)
τό, Dim. of
A χάλαζα II.2, Cels.7.7.3, Gal.10.1019, Paul.Aeg. 3.22.
II pl., χαλάζια of trichinosis, in pigs, Archig. ap. Aët.13.120.
German (Pape)
[Seite 1326] τό, dim. von χάλαζα, bes. kleines Gerstenkorn, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
χαλάζιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ χάλαζα (ΙΙ. 2), Γαλην. τ. 10, σ. 343, Παῦλ. Αἰγιν. 3. 22.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
βλ. χαλάζι.