σκυτόω

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

cover or guard with leather, in Pass., τένοντε (?) ἐσκυτωμένω IG12.313.121,314.135; τόξα ἐσκ. ib.22.1631.223, cf. Chron.Lind. B25; ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Plb.10.20.3.

German (Pape)

[Seite 909] verledern, mit Leder überziehen, ἐσκυτωμέναι μάχαιραι, Pol. 10, 20, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτόω: καλύπτω ἢ προφυλάττω διὰ δέρματος, «πετσώνω», ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Πολύβ. 10. 20, 3· τόξα ἐσκ. Böckh Urk. σ. 111, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτόω: покрывать кожей: ξυλίναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Polyb. ножи, насаженные на обтянутые кожей деревянные рукояти.