σκυτόω
English (LSJ)
cover or guard with leather, in Pass., τένοντε (?) ἐσκυτωμένω IG12.313.121,314.135; τόξα ἐσκ. ib.22.1631.223, cf. Chron.Lind. B25; ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Plb.10.20.3.
German (Pape)
[Seite 909] verledern, mit Leder überziehen, ἐσκυτωμέναι μάχαιραι, Pol. 10, 20, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτόω: καλύπτω ἢ προφυλάττω διὰ δέρματος, «πετσώνω», ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Πολύβ. 10. 20, 3· τόξα ἐσκ. Böckh Urk. σ. 111, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτόω: покрывать кожей: ξυλίναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι Polyb. ножи, насаженные на обтянутые кожей деревянные рукояти.