ἀποδόσιμος
English (LSJ)
ἀποδόσιμον,
A restored, ἀ. γίγνεσθαι Sch.Th.3.52.
2 ἀποδόσιμον, τό, receipt, PSI3.237.6 (v/vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
1 restituido, devuelto ἀ. γένοιτο Sch.Th.3.52.
2 subst. τὸ ἀποδόσιμον recibo, PSI 237.3 (V/VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδόσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 52.
German (Pape)
wiederzugeben, Schol. Thuc. 3.52.