τό, Dim. of ὄξος, PCair.Zen.527.9 (iii B. C.): written -είδιον in Dieuch. ap. Orib.4.7.21, Suid.: pl. ὀξείδια Sammelb. 4425 vii 20 (ii A. D.), BGU417.31 (ii/iii A. D.).
ὀξίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄξος, Σουΐδ. (ἔνθα ὀξείδιον), Matth. εἰς Εὐρ. Μήδ. σ. 43.