-ορος, ὁ,A = ποινάτωρ, Nonn. D. 8.281,48.402.II Adj. avenging, ib.21.145, al.
[Seite 652] ορος, ὁ, = ποινητήρ, Nonn. S. ποινάτωρ.
ποινήτωρ: -ορος, ὁ, = ποινάτωρ, Νόνν. Δ 29. 355, 663, κτλ.
-ορος, ὁ, Μβλ. ποινάτωρ.