προστόμιον
English (LSJ)
τό,
A mouth, especially of a river, A.Supp.3 (anap., pl.).
II joining of the lips, Ruf.Onom.41, Poll.2.90.
German (Pape)
[Seite 783] τό, die Mündung, Νείλου, Aesch. Suppl. 3.
Greek (Liddell-Scott)
προστόμιον: τό, στόμιον, κυρίως ποταμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ, 3. ΙΙ. προστόμιον ἢ προστομία, «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή» Πολυδ. Β΄, 90.
Russian (Dvoretsky)
προστόμιον: τό устье (προστόμια Νείλου Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-στόμιον -ου, τό [πρό, στόμα] monding:. ἀπὸ προστομίων... Νείλου vanaf de mondingen van de Nijl Aeschl. Suppl. 3.