τό, = στυππεῖον, LXX Jd.15.14, al., PSI4.404.2,9 (iii B.C.), PCair.Zen.176.43, 472.9, 779, al. (iii B.C.), στίππυον Ph.Bel. 90.11 codd.; dat. -ύῳ ib.94.10.
τὸ, Αβλ. στυπ(π)είο.