ἀσέλγημα

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, licentious act, prob. in Plb.38.2.2, cf. Plu. in Hes.64, Suid. s.v. ἀστυάνασσα; vulgar abuse, in plural, POxy.903.21 (iv A. D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. actos licenciosos op. ἀσεβήματα Plu.Fr.85, de las relaciones sexuales, Sud.s.u. Ἀστυάνασσα
palabras groseras, procacidades πολλὰ ἀσελγήματα λέγων POxy.903.21 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 369] τό, Frevel, εἴς τινα Pol. 38, 2. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἀσέλγημα: ατος τό бесчинство, наглость (εἴς τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέλγημα: τό, ἀσελγὴς πρᾶξις, ὕβρις, ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα.

Greek Monolingual

ἀσέλγημα, το (AM) ασελγώ
η αδιάντροπη πράξη.