εὐθυγραμμικός

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐθυγραμμική, εὐθυγραμμικόν, rectilinear, ἀριθμός Iamb. in Nic.p.56P. Adv. εὐθυγραμμικῶς, στίχος εὐθυγραμμικῶς ἐκκείμενος ib.p.96 P.

German (Pape)

[Seite 1070] ή, όν, die geradlinigen Figuren betreffend, Iambl.

Greek Monolingual

εὐθυγραμμικός, -ή, -όν (Α) ευθύγραμμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ευθύγραμμο σχήμα, ο ευθύγραμμος.