κωπίον

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim. of κώπη, Ar.Ra.269, Ael.NA13.19, PRyl. 110.14 (iii A.D.).
2 in plural, false ribs, Poll.2.181.

German (Pape)

[Seite 1547] τό, dim. von κώπη, kleines Ruder; Ar. Ran. 269; Ael. H. A. 13, 19 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite rame.
Étymologie: κώπη.

Russian (Dvoretsky)

κωπίον: τό маленькое весло Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κωπίον: ὑποκορ. τοῦ κώπη, Ἀριστοφ. Βάτρ. 269, Αἰλ. π. Ζ. 13. 19. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ νόθοι πλευραί, Πολυδ. Βϳ, 181.

Greek Monolingual

κωπίον, τὸ (Α) κώπη
1. μικρή κώπη
2. στον πληθ. τὰ κωπία
οι νόθες πλευρές του θώρακα.

Greek Monotonic

κωπίον: τό, υποκορ. του κώπη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κωπίον, ου, τό, [Dim. of κώπη, Ar.]