παραδοξονίκης

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, conquering marvellously, Plu.Comp. Cim.Luc.2; especially of athletes, = παράδοξος II, IG14.747 (Naples, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 477] ὁ, wider Erwarten siegend, von Einem, der an demselben Tage in der πάλη und im παγκράτιον siegte, Plut. Comp. Cim. et Lucull. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vainqueur contre toute attente ou d'une manière extraordinaire.
Étymologie: παράδοξος, νίκη.

Russian (Dvoretsky)

παραδοξονίκης: ου (ῑ) ὁ против ожидания оказавшийся победителем, неожиданный победитель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξονίκης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ παραδόξως νικῶν (ὅρα παράδοξος ΙΙ. 2), Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκούλλ. σύγκρ. 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5804. 6.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ιδίως για αθλητές) αυτός που πέτυχε εκπληκτική νίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξος + -νίκης (< νίκη)].