πελέκησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, hewing of wood, etc., Theophrastus HP3.9.3; κρηπιδίων Milet.7.60, cf. Supp.Epigr.2.569.12 (Didyma, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 550] ἡ, das Vehauen des Holzes, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πελέκησις: ἡ, τὸ πελεκᾶν ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3, κτλ.