ὀνοκάρδιον

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό,
A = δίψακος II, Ps.-Dsc.3.11.
2 = χαμαιλέων II, Apul.Herb.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκάρδιον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ δίψακος, Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 11· ἢ τοῦ χαμαιλέοντος (ΙΙ), Apulei. Herb. 25. II. πολύτιμός τις λίθος, Ψελλ.

Greek Monolingual

ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος πολύτιμου λίθου
αρχ.
1. το φυτό δίψακος
2. το φυτό χαμαιλέοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)].