ὁ and ἡ, Aeol. for ῥινός (i.e. ϝρῖνος), acc. to Eust.1926.56; cf. γρίνος· δέρμα, Hsch., EM241.47.
v. ῥινός.
[Seite 506] ὁ, äol. = ῥινός, VLL.
γρῖνος: ὁ καὶ ἡ, Αἰολ. ἀντὶ ῥινός, Εὐστ. 1926. 56.