ὑπόκρουσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, interruption, Hsch. s.v. κροῦσις:—Adv. ὑποκρουστικῶς, EM781.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκρουσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκρούειν, διακόπτειν τινὰ ἐν συζητήσει, Ἡσύχ. ἐν λ. κροῦσις. - Ἐπίρρ. ὑποκρουστικῶς, «ὑποβλήδην. ὑποβαλὼν λόγον ὑποκρουστικῶς ἔτι λέγοντός τινος» Ἐτυμολ. Μέγ. 781, 8, Σουΐδ. ἐν λ. ὑποβλήδην.