παρατράχηλος

Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with the neck on one side, of the statues of Alexander by Lysippus, Tz.H.8.421:—Verb παρατρᾰγῳδ-έω, ib.11.100.

German (Pape)

[Seite 503] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

παρατράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το κεφάλι του να κλίνει προς τη μία πλευρά, που ο τράχηλός του γέρνει προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τράχηλος.