διϊστάνω

Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= διΐστημι, Phld.Mort.27; τὴν φιλίαν D.S.19.46; τὸ πλῆθος App.Hisp.36:—also διϊστάω, D.T.642.31, Lyd.Mag.3.54.

Spanish (DGE)

1 tr. separar, distender ν[όσου] ... π[υ] κ[νούσ] ης ἀσυμμέτρως τὰ μ[έλη τ] ῶν ζῴ[ων] ἢ διϊστανούσης aunque la enfermedad comprima o separe de modo asimétrico los cuerpos de los seres vivos Phld.Mort.8.10
romper, quebrar τὴν φιλίαν D.S.19.46.
2 intr. apartarse, separarse προσέταξε τοῖς ὑπηρέταις διαστῆσαι τὸ πλῆθος· οἱ μὲν δὴ διίστανον App.Hisp.36, en v. med. mismo sent. τὰ μέρη τοῦ λόγου ... οὐκ ἐκ συνθέσεως διιστανόμενα A.D.Synt.311.20.

Russian (Dvoretsky)

διϊστάνω: Diod. только praes. = διΐστημι.

German (Pape)

διϊστέον, nur Sp., wie DS. 19.46 Nicom. arithm. 2.29.