ἀλευρίτης

Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ, bread of wheaten flour (ἄλευρα), Diph.Siph. ap. Ath.3.115c, Philistion ib.d; πυροί Ath.Med. ap. Orib.1.2.2.

Spanish (DGE)

-ου
de harina de trigo, ἄρτος Diph.Siph. en Ath.115d, Philistio 9, πυροί Ath.Med. en Orib.1.2.2.

German (Pape)

[Seite 93] ἄρτος, Brot aus Weizenmehl, Ath. III, 115 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλευρίτης: ἄρτος, ὁ, = ἄρτος ἐξ ἀλεύρων (ἐκ σίτου), Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 115C.

Greek Monolingual

ο (Α ἀλευρίτης)
νεοελλ.
είδος σιταριού που παρέχει πολύ αλεύρι και λίγο πίτουρο
αρχ.
(στη φρ.) «ἀλευρίτης ἄρτος» — άρτος παρασκευασμένος από σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευριτέλαιο].