ἱερευτικός

Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἱερευτική, ἱερευτικόν, belonging to a ἱερόν, [γῆ] PTeb.5.236 (ii B.C.): ἱερευτικά, τά, ib.257.

Greek Monolingual

ἱερευτικός, -ή, -όν (Α) ιερεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ιερό.