Dor., = δοῦλος, Leg.Gort.1.1, al.; voc. δῶλε Theoc.5.5.: but δῶλα· ὦτα (Cret.), Hsch.
v. δοῦλος.
δῶλος, ο (Α)(δωρ. τ.) ο δούλος.
δῶλος, ὁ Dor. voor δοῦλος.