προσγυμναστής
English (LSJ)
προσγυμναστοῦ, ὁ,fellow-wrestler, Hyp.Lyc.6, Inscr.Prien.111.176 (i B.C., pl.), cj. in Gal.6.177.
Greek (Liddell-Scott)
προσγυμναστής: -οῦ, ὁ, ἀνταγωνιστής τινος ἐν τῷ γυμνάζεσθαι, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 25. 5.
Greek Monolingual
ὁ, Α προσγυμνάζω
αυτός που συναγωνίζεται κάποιον σε αγώνα.