νοσοκομέω

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

tend the sick, D.S.14.71, D.L. 4.54, Iamb.VP30.184:—Pass., to be under medical treatment, D.S. 37.27.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοκομέω: περιποιοῦμαι νοσοῦντα, Διογ. Λ. 4. 54, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 30 (184): - Παθ., νοσηλεύομαι, θεραπεύομαι, διατελῶ ὑπὸ θεραπείαν, Διοδ. Ἐκλογ. 613. 62, Συνέσ. 208Α· - ἐντεῦθεν, νοσοκομία, ἡ, περιποίησις τῶν νοσούντων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 39, Γρηγόρ. Ναζ.· νοσοκόμησις, ἡ, Νικήτ. Χρον. 364C· νοσοκομεῖον, τό, ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9256, Ἱερώνυμ. 4, σ. 660, Σουΐδ., Πανδέκτ., κλ.

Russian (Dvoretsky)

νοσοκομέω: ухаживать за больными Diog. L.

German (Pape)

kranke pflegen, Sp., wie DL. 4.54.