τωθαστής
English (LSJ)
τωθαστοῦ, ὁ, scoffer, Poll.6.29.123, 9.149, Hsch. s.v. κόβαλος.
Greek (Liddell-Scott)
τωθαστής: -οῦ, ὁ, ὁ τωθάζων, περιπαίζων, χλευαστής, Πολυδ. ϛʹ, 29. 123, Θ΄, 149, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κόβαλος καὶ κομψόν.
Greek Monolingual
ὁ, Α τωθάζω
αυτός που περιπαίζει, που χλευάζει.
German (Pape)
ὁ, Spötter, Poll. 6.123.