κοπία
English (LSJ)
ἡ, rest from toil, Hsch. (pl.); but, = Lat. labor, Serv.Dan.ad Virg.G.1.150.
German (Pape)
[Seite 1482] ὴ, das Ermüden, Nachlassen, Hesych. erkl. ἡσυχία.
Greek (Liddell-Scott)
κοπία: ἡ, «κοπίαι· ἡσυχίαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοπία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανάπαυση, ξεκούραση, ησυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].