= στυφελίζω, Nonn. D. 1.181, Hsch.
(ἀναστῠφελίζω) hacer tambalearse Κριόν Nonn.D.1.181, cf. Hsch.
[Seite 210] fortstoßen, Nonn. D. 1, 181.
ἀναστῠφελίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ στυφελίζω, Νόνν. Δ. 1. 181.