κροκοδιλέα
English (LSJ)
ἡ, dung of the κροκόδιλος χερσαῖος, used as an eyesalve, Plin.HN28.108.
Greek Monolingual
κροκοδιλέα, ἡ (Α) κροκόδιλος
η κόπρος τών χερσαίων κροκοδείλων, δηλ. τών διαφόρων ειδών σαύρας, την οποία χρησιμοποιούσαν ως αλοιφή για τα μάτια.