κακομορφία

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, ill shape, ugliness, Glossaria; Glossaria on δυσχλαινία, Sch.E.Hec.240.

Greek (Liddell-Scott)

κακομορφία: ἡ, κακὴ μορφή, ἀσχημία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η (Α κακομορφία) κακόμορφος
(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία του Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια.