τραχυντικός

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τραχυντική, τραχυντικόν, making rough, Arist.Pr.872b36: c. gen., τῆς ἀρτηρίας Dsc.3.74.

German (Pape)

[ᾱ], rauh oder uneben machend; übertragen, zornig, böse machend, erbitternd; Arist. Probl. 3.13 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυντικός: раздражающий, возбуждающий (sc. οἶνος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυντικός: -ή, -όν, ὁ τραχύνων τι, καθιστῶν αὐτὸ τραχύ, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· μετὰ γεν. Διοσκ. 3. 79.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ τραχύνω
αυτός που καθιστά κάτι τραχύ.