στιχάδος, ἡ, poet. for στίχος, in dat. pl. στιχάδεσσι, Epigr.Gr. 1035.16 (Pergam.).
[Seite 944] άδος, ἡ, poet. = στίχος (?). S. στοιχάς.
στιχάς: -άδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ στίχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 26, ἐν τῇ δοτ. στιχάδεσσι.