σκυμνίον

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of σκύμνος, σ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου, Arist.HA608b25, 611b32.

German (Pape)

[Seite 908] τό, dim. von σκύμνος, Arist. H. A. 9, 1.

Russian (Dvoretsky)

σκυμνίον: τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκυμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκύμνος, σκ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9., 9. 6, 1· - σκυμνίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκύμνος
υποκορ. μικρός σκύμνος («αἱ δ' ἄρκτοι ὅταν φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῦσι», Αριστοτ.).