παρδαλήφορος

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

παρδαλήφορον, leopard-borne, π. δέρος leopard's skin, S.Fr.11.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το δέρμα της λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + -φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].