δράκαυλος

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, prob. living with a snake, epithet of the daughters of Cecrops, S.Fr.643.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [δρᾰ-]
que vive con la serpiente epít. de Atenea, S.Fr.643.

German (Pape)

[Seite 664] Soph. frg. 569 bei E. M., den Drachen ansiedelnd, od. bei den Drachen wohnend.

Greek (Liddell-Scott)

δράκαυλος: -ον, ὁ συνοικῶν μετὰ δράκοντος, Σοφ. Ἀποσπ. 569, Μ. Ε.

Greek Monolingual

δράκαυλος, -α, -ον (Α)
(επίθ. για τις θυγατέρες του Κέκροπος) αυτός που συγκατοικεί με δράκοντα.