εἰδητός
English (LSJ)
εἰδητή, εἰδητόν, knowable, εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν Dam.Pr.81, cf. ib. 303.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
cognoscible, εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν ref. al νοῦς Dam.Pr.81, cf. in Prm.303.
εἰδητή, εἰδητόν, knowable, εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν Dam.Pr.81, cf. ib. 303.
-ή, -όν
cognoscible, εἶδος γάρ, ὅτι εἰδητὸν καὶ εἰδητικόν ref. al νοῦς Dam.Pr.81, cf. in Prm.303.