κορυμβόομαι
English (LSJ)
Pass., to be formed into a κόρυμβος, κόμη χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένη Nic.Dam. 62 J.
Greek (Liddell-Scott)
κορυμβόομαι: Παθ., ἐπὶ τῆς κόμης, σχηματίζομαι εἰς κόρυμβον, «κόμην τρέφων χρυσῷ στρόφῳ κεκορυμβωμένην» Νικ. Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.