ἑπτάειδος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, containing seven ingredients, ἀντίδοτος Paul.Aeg. 3.78.22; cf. ἑξάειδος.
Greek Monolingual
ἑπτάειδος, -ον (Α)
όποιος περιέχει επτά είδη, επτά συστατικά.
[ᾰ], ον, containing seven ingredients, ἀντίδοτος Paul.Aeg. 3.78.22; cf. ἑξάειδος.
ἑπτάειδος, -ον (Α)
όποιος περιέχει επτά είδη, επτά συστατικά.