ἐνσινής
English (LSJ)
ἐνσινές, (σίνος) injured, Man.2.445; in ill-health, BGU560.22 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
(ἐνσῐνής) -ές
• Morfología: [plu. ac. no contr. ἐνσινέας Man.2.445]
enfermo, inválido, BGU 560.1.22 (II d.C.), ἐνσινέας τιθῆναι βροτούς Man.4.113, cf. 2.445.
German (Pape)
[Seite 852] ές, beschädigt, ἐνσινέας τίθησι βροτούς, Han. 2, 445. 4, 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσῐνής: -ές, (σίνος) βεβλαμμένος,Μανέθων 445.