ἡ, late form of φορβειά, LXX Jb.40.20(25), Hsch.
φορβαία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ φορβεία, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μϳ, 20). Καθ’ Ἡσύχ.: «φορβαίαν· περιστόμιον, καπίστριον».