χλοόκαρπος
English (LSJ)
χλοόκαρπον, producing green fruits, epithet of Demeter, Orph. H.40.5.
German (Pape)
[Seite 1359] mit grüner Frucht, grüne Früchte erzeugend, Beiwort der Demeter, Orph. H. 39, 5, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
χλοόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων χλωροὺς καρπούς, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 52, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτός που παράγει χλωρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ὀμφακό-καρπος)].