μελιτοειδής

Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μελιτοειδές, like honey, οἶνος Hp.Morb.2.22. Adv. μελιτοειδῶς Sor. 1.91.

German (Pape)

[Seite 124] ές, honigartig, -farbig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μέλι, οἶνος Ἱππ. 469. 6, κτλ.

Greek Monolingual

μελιτοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με το μέλι, κυρίως ως προς το χρώμα.
επίρρ...
μελιτοειδῶς (Α)
με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ειδής].