διαψηφιστός

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

διαψηφιστή, διαψηφιστόν, elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.

German (Pape)

[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί

Russian (Dvoretsky)

διαψηφιστός: избранный голосованием (ἀρχαί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.

Greek Monolingual

διαψηφιστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.