ἀερσιπόρος
English (LSJ)
ἀερσιπόρον, going on high, Nonn. D. 1.285.
Spanish (DGE)
(ἀερσῐπόρος) -ον
que sube, que asciende ἀερσιπόρῳ δὲ ῥεέθρῳ Nonn.D.1.285.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσῐπόρος: -ον, ὑψηλὰ πορευόμενος, Νόνν. Δ. 1. 285.
German (Pape)
[ῐ] hoch hinausgehend, ῥέεθρον Nonn. D. 1.285.