ἀνακλιντήρ
English (LSJ)
ἀνακλιντῆρος, ὁ, neighbour at dinner, πρῶτος ἦν ἀ. Δαρείου Ps.-Callisth.2.13.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ asiento πρῶτος δὲ ἀ. ἦν ὁ Δαρείου Ps.Callisth.83.3.
ἀνακλιντῆρος, ὁ, neighbour at dinner, πρῶτος ἦν ἀ. Δαρείου Ps.-Callisth.2.13.
-ῆρος, ὁ asiento πρῶτος δὲ ἀ. ἦν ὁ Δαρείου Ps.Callisth.83.3.