μεταδέχομαι
English (LSJ)
Pass., to be participated in, ὑπὸ οὐσίας Procl.in Prm. 851 S. (dub. l.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
και ματαδέχομαι (ΑM μεταδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι εκ νέου
αρχ.
δέχομαι κάποιον ή κάτι αργότερα, ύστερα.