εὐκόμης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1075] ὁ, schönhaarig, Poll. 2, 24; Max. Tyr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκόμης: -ου, ὁ, (κόμη) = εὔκομος, Πολυδ. Β΄, 24. Ε΄, 83, Μάξιμ. Τύρ. 3. 8.
[Seite 1075] ὁ, schönhaarig, Poll. 2, 24; Max. Tyr.
εὐκόμης: -ου, ὁ, (κόμη) = εὔκομος, Πολυδ. Β΄, 24. Ε΄, 83, Μάξιμ. Τύρ. 3. 8.