ἐπικύησις

Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, superfetation, Id.Fr.259,260 Bonitz; title of treatise by Hp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικυΐσκεσθαι, δευτέρα ἐγκυμοσύνη, ἐπιγραφὴ πραγματείας Ἱπποκράτους ΠΕΡΙ ΕΠΙΚΥΗΣΙΟΣ, Ἱππ. 260, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 223· μεταφ. Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 136. 5, ἔκδ. Βόννης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικύησις: εως ἡ вторичное зачатие (до окончания предыдущей беременности) Arst.