later form for ψιλόομαι, D.C.63.9, al.; cf. Lex.Rhet.ap.Eust.907.38.
ψῑλίζομαι: μεταγεν. ἀντὶ ψιλόομαι, Δίων Κάσσ. 63. 9, πρβλ. Εὐστ. 907. 38.
ΜΑ ψιλόςαποψιλώνομαι.