σπάλαυθρον
English (LSJ)
v. σκάλαυθρον: Σπάλαυθρα, τά, a town in Thessaly, IG9(2).1111.34.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σπάλαθρον.
German (Pape)
s. σκάλευθρον.
v. σκάλαυθρον: Σπάλαυθρα, τά, a town in Thessaly, IG9(2).1111.34.
τὸ, Α
βλ. σπάλαθρον.
s. σκάλευθρον.